- νορμ
- το, και νόρμα, ημαθ. ο μη αρνητικός αριθμός ο οποίος μπορεί να αντιστοιχιστεί σε κάθε στοιχείο ορισμένων γραμμικών χώρων με ιδιότητες ανάλογες τής απόλυτης τιμής, δηλαδή είναι γενίκευση τής έννοιας τής απόλυτης τιμής ενός πραγματικού αριθμού, τού μέτρου ενός μιγαδικού αριθμού ή διανύσματος.
Dictionary of Greek. 2013.