νορμ

νορμ
το, και νόρμα, η
μαθ. ο μη αρνητικός αριθμός ο οποίος μπορεί να αντιστοιχιστεί σε κάθε στοιχείο ορισμένων γραμμικών χώρων με ιδιότητες ανάλογες τής απόλυτης τιμής, δηλαδή είναι γενίκευση τής έννοιας τής απόλυτης τιμής ενός πραγματικού αριθμού, τού μέτρου ενός μιγαδικού αριθμού ή διανύσματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νόρμα — η 1. μέτρο, κανόνας, γνώμονας 2. πρότυπο 3. αρχή που διέπει τις δραστηριότητες μιας ομάδας ατόμων και κατευθύνει ή ρυθμίζει μία από κοινού αποδεκτή συμπεριφορά τους 4. (βιομ.) το καθορισμένο ελάχιστο υποχρεωτικό όριο απόδοσης τών εργαζομένων στην …   Dictionary of Greek

  • κβατέρνιο — Η έννοια αποτελεί μια επέκταση της έννοιας μιγαδικός αριθμός και έχει καθιερωθεί στα μαθηματικά από τον Χάμιλτον. Ο όρος κ. προέρχεται από τον αγγλικό quaternion, ο οποίος στα ελληνικά θα μπορούσε να αποδοθεί με τον όρο τετράδα. Αν θεωρήσουμε την …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”